Οι Άγιοι αυτοί κατάγονταν από την Ασία. Οι γονείς τους ήταν άριστο πρότυπο χριστιανών συζύγων. Όταν η μητέρα τους Θεοδότη έμεινε χήρα, αφιέρωσε κάθε προσπάθειά της στην χριστιανική ανατροφή των δύο παιδιών της, Κοσμά και Δαμιανού.
Η Αγία Θεοδότη πρέπει να αποτελεί το πρότυπο κάθε μητέρας που θέλει τα παιδιά της να προκόψουν. Αλλά προκοπή δεν νοείται χωρίς την αγάπη, την ανιδιοτελή αγάπη προς όλους τους ανθρώπους αδιακρίτως. Για να αγαπά όμως κανείς αληθινά τους ανθρώπους πρέπει πρώτα να αγαπά τον Θεό, επειδή η αληθινή αγάπη είναι δώρο του Θεού.
Τους δύο αδελφούς διέκρινε μεγάλη ευφυία και επιμέλεια, γι’ αυτό και σπούδασαν πολλές επιστήμες. Δεν αγαπούσαν τα αργύρια, δεν ήσαν φιλάργυροι, η καρδιά τους δεν ήταν προσκολλημένη στα υλικά αγαθά και προσέφεραν τις ιατρικές τους υπηρεσίες αφιλοκερδώς. Έτσι επιδόθηκαν και στην ιατρική επιστήμη, την οποία εξασκούσαν σαν διακονία φιλανθρωπίας προς τον πλησίον. Οι δύο άγιοι είχαν τη δυνατότητα να θεραπεύουν την κάθε σωματική ασθένεια, όπως και την κάθε ψυχική, αλλά και να θαυματουργούν με τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, χάρισμα που είχαν μόνο οι Απόστολοι του Χριστού. Θεράπευαν τις ασθένειες των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των φτωχών, χωρίς να παίρνουν χρήματα, γι’ αυτό και ονομάστηκαν Ανάργυροι.
Εκεί όμως που οι ανθρώπινες δυνάμεις αδυνατούσαν να προχωρήσουν, επειδή κάποιες ασθένειες είναι ανίατες, θεράπευαν τους ασθενείς με την προσευχή τους. Αλλά για να κρύβουν το χάρισμα των ιαμάτων που είχαν λάβει από τον Θεό, λόγω της μεγάλης τους αγάπης, προσποιούνταν ότι εθεράπευαν με τα φάρμακα. Και το έκαναν αυτό από ταπείνωση, για να μη θαυμάζονται και επαινούνται από τους ανθρώπους. Όλη τους η ζωή ήταν διακονία, προσφορά και θυσία στον βωμό της ανιδιοτελούς αγάπης.
Οι γιατροί που αγαπούν τον Θεό και σέβονται τον νόμο του, αυτοί σέβονται και υπολογίζουν τον κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από αξιώματα, χρήματα και κοινωνικές θέσεις, γιατί στο πρόσωπό του βλέπουν τον ίδιο τον Χριστό. Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Χριστού, αλλά ιδιαίτερα ο φτωχός, ο ελάχιστος, ταυτίζεται με τον Ίδιο τον Χριστό, ο οποίος είπε τον γνωστόν εκείνο λόγον, «ει εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε».
Χαρακτηριστικά και αξιοπρόσεκτα είναι τα όσα έλεγε κάποιος εργαζόμενος σε Νοσοκομείο: «παρατηρώ τους γιατρούς και βλέπω την διαφορά μεταξύ εκείνων που αγαπούν τον Θεό και έχουν οργανική σχέση με την Εκκλησία και εκείνων που είναι αδιάφοροι η άθεοι. Οι πρώτοι είναι ανιδιοτελείς και ταπεινοί και αισθάνονται ότι είναι συνεργάτες του Θεού στο έργο της θεραπείας των συνανθρώπων τους, ενώ οι δεύτεροι θεωρούν τον εαυτό τους κάτι ανώτερο από τους άλλους ανθρώπους, κάτι σαν θεό, και αλλοίμονον σε εκείνον που θα τολμήση να τους αμφισβητήσει». Η ανθρώπινη ζωή πρέπει να τίθεται πάνω από όλα τα επίγεια αγαθά, αλλά δεν μπορεί να υπάρξη ανιδιοτελής αγάπη και προσφορά χωρίς την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης λέγει ότι κανείς δεν μπορεί να αγαπά αληθινά, εάν δεν κατοική μέσα του το Άγιο Πνεύμα, το οποίο διδάσκει την αγάπη και προς αυτούς ακόμα τους εχθρούς.
Στην σημερινή κοινωνία, που κατά το πλείστον οι άνθρωποι είναι πονεμένοι και αισθάνονται αβάσταχτη μοναξιά, είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξουν γιατροί και γενικότερα άνθρωποι, οι οποίοι εμφορούνται από το αγαπητικό και θυσιαστικό πνεύμα των αγίων Αναργύρων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι εργαστήριο «κατασκευής» τέτοιων ανθρώπων.
Στην αγιογραφία της Εκκλησίας μας οι Άγιοι Ανάργυροι παριστάνονται πάντα να κρατούν τα ιατρικά εργαλεία και το κουτί των φαρμάκων, έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους ασθενείς.
Γι’ αυτόν το λόγο, όλα τα νοσηλευτικά ιδρύματα και τα ιατρικά σωματεία της χώρας έχουν ανακηρύξει τους Αγίους Αναργύρους προστάτες τους.