Η ηθοποιός Γεωργία Βασιλειάδου γεννήθηκε το 1897 στην Αθήνα. Το πραγματικό της όνομα ήταν Γεωργία Αθανασίου. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο νωρίς και προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της εργάστηκε ως πωλήτρια σε διάφορα εμπορικά καταστήματα.
Έμενε στο Μαρούσι και είχε μια κόρη, την Φωτεινή. Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου του 1980 και παραμένει ακόμα αξιαγάπητη χάρη στις ταινίες της. Κηδεύτηκε παρουσία λίγου κόσμου, ένα βροχερό πρωινό στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Κάποτε ο Νίκος Τσιφόρος ρώτησε τη Γεωργία Βασιλειάδου: «Βρε, Γεωργία, το σκέφτηκες να πας να κάνεις πλαστική στο πρόσωπο;»
Και η Βασιλειάδου του απάντησε: «Κι εσύ σκέφτηκες ότι τότε οι κωμωδίες σου θα πήγαιναν στράφι άμα τις έπαιζα;»
Η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν πολύ θρήσκα. Κάποτε ο σκηνοθέτης Απόστολος Τεγόπουλος της ζήτησε να κάνουν γύρισμα την Μεγάλη Παρασκευή. Και η Βασιλειάδου του απάντησε: «Καλά όλοι οι άλλοι, αλλά κι εσύ, βρε παιδί μου, θα δουλέψεις με σταυρωμένο τον Χριστό;»
Όταν την ρώτησε ο Σταμάτης Φιλιπούλης τι θα ήθελε να ήταν, αν δεν ήταν αυτή που ήταν, εκείνη απάντησε: «Πάλι ηθοποιός και φυσικά πάλι άσχημη!»
Ο ποιητής και εκδότης, Γιώργος Χρονάς έχει πει ότι η Γεωργία Βασιλειάδου είναι το μεγαλύτερο «φάρμακο» που υπήρχε ποτέ στην παγκόσμια κωμική σκηνή, εναντίον της μελαγχολίας και της κατάθλιψης. Μπορούσε να κάνει έναν άνθρωπο που ήταν βαριά άρρωστος ή καταθλιπτικός να γελάει με κάτι ασήμαντο … κι’ αυτό είναι μεγαλειώδες….
Η Γεωργία Βασιλειάδου δεν έκανε κοσμική ζωή. Της άρεσε να ασχολείται με την κόρη και τα εγγόνια της. Μπορεί να προκαλούσε κοσμοσυρροή στα θέατρα, οι θαυμαστές να της έσκιζαν τα φουστάνια και να έσπαγαν τις τζαμαρίες για να την πλησιάσουν για ένα αυτόγραφο, ωστόσο εκείνη ηρεμούσε στην ασφάλεια του σπιτιού της, κοντά στα αγαπημένα της πρόσωπα. Δεν ήταν καλή νοικοκυρά. Τις δουλειές του σπιτιού τις έκανε η κόρη της. Όταν παντρεύτηκε, η Γεωργία Βασιλειάδου βρέθηκε σε πανικό, αφού δεν ήξερε που ήταν και τα πιο βασικά μέσα στο σπίτι. Ήξερε όμως να κάνει καλό κουμάντο στα οικονομικά….
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1918, αν και ξεκίνησε τις σπουδές της στη Γεννάδιο Σχολή το 1923. Αρχικά εμφανίστηκε σε κάποιες όπερες και στη συνέχεια συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θεατρικούς θιάσους της εποχής, όπως της Κυβέλης, της Μαρίκας Κοτοπούλη και του Δημήτρη Μυράτ.
Το 1925 την είδε να παίζει η Μαρίκα Κοτοπούλη και της πρότεινε να προσληφθεί στο θίασό της. «Εδώ είσαι ένα διαμάντι κρυμμένο στα κάρβουνα. Θα σε πάρω εγώ, να σε βγάλω όξω» της είπε.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 αποφάσισε να αποσυρθεί. Ωστόσο, το 1939 ο Αλέκος Σακελάριος της προσέφερε έναν μικρό ρόλο στη μουσική κωμωδία «Κορίτσια της παντρειάς», που αποτέλεσε την αρχή μιας δεύτερης καριέρας για τη μεσήλικη, πλέον, ηθοποιό. Τα επόμενα χρόνια και ως τα τέλη της δεκαετίας του ’60, πρωταγωνίστησε σε πολλές κωμωδίες, ενώ σχημάτισε και δικούς της θιάσους.
